- πιλοποιείο
- το, Νεργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής πίλων, καπελάδικο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιλοποιείο — το εργοστάσιο ή εργαστήρι κατασκευής καπέλων, καπελάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
καπελάδικο — το κατάστημα όπου κατασκευάζονται, επιδιορθώνονται ή πουλιούνται καπέλα, πιλοποιείο: Είναι στο καπελάδικο και προβάρει καπέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)